θεατής

θεατής
ο зритель;

παραμένω απλός θεατής — оставаться зрителем, быть сторонним наблюдателем, не вмешиваться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θεατής" в других словарях:

  • θεατής — Τίτλος διαφόρων εντύπων. Τα πιο αξιόλογα είναι μία αθηναϊκή εφημερίδα (1868), μία εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (1868), μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου (1891) και τρία αθηναϊκά περιοδικά (1836, 1925 41, 1958 61). * * * ο (Α θεατὴς, ιων.… …   Dictionary of Greek

  • θεατής — ο 1. παρατηρητής, αυτός που βλέπει κάτι: Θεατές του αγώνα. 2. αυτός που παρακολουθεί αδιάφορα κάποιο γεγονός: Παρέμεινε απλός θεατής ως το τέλος της διένεξης. 3. αυτός που παρακολουθεί θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική ταινία κτλ.: Οι θεατές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεατής — θεᾱτής , θεατής one who sees masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηταῖς — θεατής one who sees masc dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηταί — θεατής one who sees masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • θεατά — θεᾱτά̱ , θεατής one who sees masc nom/voc/acc dual (ionic) θεᾱτά , θεατής one who sees masc voc sg (ionic) θεᾱτά , θεατής one who sees masc nom sg (epic ionic) θεᾱτά , θεατός to be seen neut nom/voc/acc pl θεᾱτά̱ , θεατός to be seen fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεητά — θεητά̱ , θεατής one who sees masc nom/voc/acc dual (ionic) θεατής one who sees masc voc sg (ionic) θεατής one who sees masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και …   Dictionary of Greek

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

  • λαθροθεατής — ο θεατής που παρακολουθεί κρυφά ένα θέαμα χωρίς να έχει πληρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + θεατής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»